- ισοζυγία
- ἡ [ισόζυγος]ισορροπία, ισοσταθμία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ισοζύγιο πληρωμών — Οι χρηματοοικονομικές ροές μίας χώρας με το εξωτερικό σε μία ορισμένη χρονική περίοδο (συνήθως το έτος). Το ι.π. διαρθρώνεται σε διαδοχικά επίπεδα και είναι εξ ορισμού ισοσκελισμένο. Οι όποιες αποκλίσεις παρουσιάζονται στην πράξη είναι προϊόν… … Dictionary of Greek
ισοσταθμία — η (Μ ἰσοσταθμία) [ισόσταθμος] ισότητα ως προς το βάρος, ισοζυγία, ισορροπία … Dictionary of Greek